Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης ζει από το 1964 στη Σουηδία. Τότε, ήταν μια άλλη εποχή «μετανάστευσης» για την Ελλάδα. Σήμερα, μένει στο νησί Gotland της Βαλτικής και συνεχίζει να γράφει. Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Πάντα θα επιστρέφω» μίλησε στην εκπομπή του Πρώτου Προγράμματος «Μπλε σαν πορτοκάλι» για τη ζωή του και τη ζωή των μεταναστών στη Σουηδία, που μοιάζει πολύ με τη ζωή των μεταναστών σε κάθε μέρος του κόσμου.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Το Σάββατο στις 20 Οκτώβρη του 1951 το υπερωκεάνιο «Australia» άφησε τη Γένοβα με τετρακόσιους επιβάτες: Ιταλούς, Έλληνες, Εβραίους, Βούλγαρους, Γιουγκοσλάβους. Ο καιρός ήταν καλός. Ένα σωρό κόσμος είχε μαζευτεί για το μεγάλο «αντίο». Παντού φιλιά και δάκρυα. Ποτέ οι άνθρωποι δεν αγαπιούνται τόσο πολύ, όσο την ώρα του χωρισμού. Ακόμα κι όταν είχαν βγει στην ανοιχτή θάλασσα, ακόμα κι όταν το λευκό καράβι δε φαινόταν πια, όπως κι η ήπειρος για την οποία κατευθυνόταν, ακόμα και τότε κουνιούνταν μαντήλια σαν μικρά λάβαρα αγάπης και λύπης. Η Έλενα κι ο Γιάννης μοιράζονταν μία καμπίνα με την οικογένεια Γκαρίφαλο. Ούτε οι μεν ούτε οι δε είχαν χρήματα για να έχουν τη δική τους. Εντούτοις, ήταν καλύτερα από τους περισσότερους που στριμώχνονταν σε θαλάμους με είκοσι τέσσερις κλίνες. Δεν μπορούσες να κλείσεις μια πόρτα πίσω σου, αλλά τότε οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι να ζουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην ενοχλήσουν. Η διακριτικότητα άρχισε με την πολυκοσμία. Οι άντρες ξυρίζονταν κάθε μέρα, οι γυναίκες πρόσεχαν την εμφάνιση τους, τα παιδιά έπαιζαν ήσυχα..

Οι περισσότεροι έτρωγαν σε μια απλή τραπεζαρία, ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα να φάνε στο εστιατόριο. Σε λίγο είχαν δημιουργηθεί παρέες ανάμεσα σε συμπατριώτες. Τραγουδούσαν τα τραγούδια τους, λέγαν τη μοίρα τους τι είχαν τραβήξει μέχρι να μπουν σ’ εκείνο το καράβι που θα τους πήγαινε στη Γη της Επαγγελίας. Ένα πράγμα είχαν κοινό: το μέλλον τους δεν ήταν στην πατρίδα τους.